- οχλοκρατούμαι
- (ε) быть нод властью черни, толпы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
οχλοκρατούμαι — έομαι κυβερνώμαι από τον όχλο, άγομαι και φέρομαι από τον όχλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < όχλος + κρατώ / κρατούμαι] … Dictionary of Greek
οχλοκρατούμαι — κυβερνιέμαι με τρόπο οχλοκρατικό, από τον όχλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)